στυγερώπης

στυγερώπης
στυγερώπης
horrible
masc/fem acc pl (attic epic doric)
στυγερώπης
horrible
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
στυγερώπης
horrible
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στυγερώπης — έρωπες, Α (ποιητ. τ.) αυτός που είναι στυγερός, αποτρόπαιος στην όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ώπης (< θ. οπ τού ὄπωπα, βλ. λ. όπωπα), πρβλ. γλαυκ ώπης] …   Dictionary of Greek

  • στυγερώπη — στυγερώπης horrible neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στυγερώπης horrible masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στυγερώπης horrible masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγερωπός — στυγερώπης horrible masc/fem nom sg στυγερωπός masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυγερωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) ο στυγερώπης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυγερός + ωπός (βλ. και λ. όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ωπός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”